📖 You are reading the free text version. Get our mobile app for 🎧 audio narration, 🔄 instant translations, and 💾 vocabulary saving to enhance your learning experience.
Την Κυριακή το απόγευμα, ο Παύλος έφτασε στο παλιό καφενείο του χωριού. Ήθελε να δει τους συγγενείς του μετά από καιρό.
Όλοι είχαν φέρει κάτι να φάνε. Η γιαγιά έφτιαξε γλυκό, η θεία έφερε πίτες και ο θείος είχε φέρει καφέ και τσάι. Ήταν μια ζεστή και ήσυχη ατμόσφαιρα.
Καθώς η συζήτηση προχωρούσε, ο Παύλος παρατήρησε ότι κάποιοι από τους συγγενείς μιλούσαν λίγο ψιθυριστά και έριχναν ματιές ο ένας στον άλλο. Κάτι συνέβαινε, αλλά κανείς δεν το έλεγε ανοιχτά.
Ο μικρός ξάδερφος, ο Μάκης, ξαφνικά ρώτησε: «Γιατί κανείς δεν μιλάει για τον παππού;» Όλοι σιώπησαν για λίγο. Η μητέρα του Παύλου πήρε μια βαθιά ανάσα και είπε: «Ο παππούς μας έχει ένα μεγάλο μυστικό, αλλά δεν ξέρουμε αν πρέπει να το πούμε τώρα.»
Η συνάντηση συνέχισε με γέλια και ιστορίες, αλλά αυτό το μυστήριο έμεινε σαν μια σκιά να αιωρείται στον αέρα. Ο Παύλος ένιωσε την περιέργεια να μεγαλώνει, αλλά ήξερε ότι μερικές φορές οι οικογένειες έχουν πράγματα που χρειάζονται χρόνο για να αποκαλυφθούν.
Καθώς ο ήλιος έδυε, οι συγγενείς άρχισαν να φεύγουν. Ο Παύλος υποσχέθηκε να επιστρέψει την επόμενη Κυριακή για να μάθει περισσότερα ή ίσως για να αφήσει το μυστήριο να μείνει ακόμα ένα μυστήριο.
Ήταν μια διαφορετική μέρα, γεμάτη ζεστασιά αλλά και σκέψεις που θα τον απασχολούσαν για καιρό.